Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

In the House of the Soul (C.P. Cavafy)



Links (Dark House) (candles) (Muses-Peruzzi) (Greek women-collage) (Sapphire) (Hetairae) (Greek Parliament) (Warm Nights) (Frog Fornication) (Dancing Women 1 ,2 ) (Parthenagogeion, Thessalonica) (mathitria koukla) (Deligianneio Parthenagogeio)(Greek Nuns) (Chios Nea Moni Mosaic) (Party Dancers) (Agher Church window, Ireland) (Woman through wet window) (Audrey Hepburn Nun) (Party : Romeo + Juliet film) (Dancing Flowers)


Μέσα στὸ Σπίτι τῆς Ψυχῆς γυρίζουνε τὰ Πάθη-
ὡραῖες γυναῖκες στὰ μεταξωτὰ
ντυμένες, καὶ μὲ σάπφειρους εἰς τὸ κεφάλι.
Ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἕως μέσα εἰς τὰ βάθη
ὁρίζουνε τὲς αἴθουσες ὅλες. Στὴν πιὸ μεγάλη-
τὲς νύχτες ποὺ τὸ αἷμα των ζεστάθη-
χορεύουνε καὶ πίνουνε μὲ τὰ μαλλιὰ λυτά.
 ~
Ἔξω ἀπ’τὲς αἴθουσες χλωμὲς καὶ κακοεντυμένες
μὲ φορεσιὲς ἑνὸς παληοῦ καιροῦ,
ἡ Ἀρετὲς γυρίζουν καὶ μὲ πίκρα ἀκοῦνε
τὴν ἑορτὴ ποὺ κάμνουνε ἡ ἑταῖρες μεθυσμένες.
Στῶν παραθύρων τὰ ὑαλιὰ τὰ πρόσωπα κολνοῦνε
καὶ βλέπουν σιωπηλές, συλλογισμένες,
τὰ φῶτα, τὰ διαμαντικά, καὶ τ’ἄνθη τοῦ χοροῦ.
............................
Mais, parmi cette neige, une flamme empiète,
Écho d'un foyer rouge et qui somnole un peu
Plus au fond, tout au fond, dans la Maison de l'Âme,
Où vont et viennent et s'assoient autour d'un feu
Les Passions, avec leurs visages de femme.
 ~
En l’eau tiède des yeux tranquilles combien j’ai
Souvent, le soir, plongé mon visage et nagé
Dans leur silence, vers une rive inconnue !
Mon âme s’y sentait toute légère et nue
Et délivrée enfin des pesanteurs du corps.
...............................................
Μα ανάμεσα στο χιόνι αυτό μια φλόγα ορμά
Ηχώ από κόκκινη παραστιά που για λίγο νυστάζει
Πιό βαθιά, πέρα βαθιά, μέσα στο Σπίτι της Ψυχής,
εκεί πάνε κι έρχονται και κάθονται γύρω από μια φωτιά
τα Πάθη, με τα πρόσωπα τους, γυναίκας να μοιάζουν

Σε νερό χλιαρό με μάτια ατάραχα πόσες φορές
συχνά το βράδι το πρόσωπο βούτηξα
και κολύμπησα στη σιωπή τους
κατά μήκος μιας άγνωστης όχθης!
Η ψυχή μου όλη ένιωθε ανάλαφρη, γυμνή
από του σώματος λέφτερη επιτέλους τα βάρη
.............................................................



Αν το καβαφικό γράφτηκε το 1894 και το γαλλικό του Βέλγου παρακμιακού George Rodenbach , Ζωρζ Ρόντενμπαχ το 1896....εμπνεύστηκε ο Καβάφης αυτογενώς το ποίημα...μετά διάβασε το (Les Vies encloses, Έγκλειστες Ζωές) στο (Le Voyage dans les yeux, Ταξίδι στα Mάτια, IX) είδε ότι ταίριαζε το απόσπασμα και το προμετώπισε;;...Ο Κ.Θ. Δημαράς (Νεανικά Ποιήματα, σελ.76) αναφέρει...μάλλον το 1896 ή λίγο πριν...Το 1897 πάντως, έκανε και ένα ταξίδι στο Λονδίνο και το Παρίσι με τον αδερφό του Ιωάννη...αυτός ο Τζων Καβάφης είναι και ο πρώτος αγγλόφωνος μεταφραστής του...In the Soul's House the Passions circulate....βρίσκεις άκρη από ποίημα νεανικό, κρυμμένο, αδημοσίευτο;;...

Και συνοψίζει ο Δημαράς : Δίπλα στις επιδράσεις που δεχόταν ο νέος ποιητής, του αθηναϊκού ρομαντισμού πρώτα, και ύστερα του παρνασσισμού, παρουσιάζεται γρήγορα και μια τρίτη σχολή που θα τον επηρεάσει και αυτή αποφασιστικά. Είναι ο, γαλλικός και αυτός, συμβολισμός· παρουσιάστηκε σαν αντίδραση στην ξηρότητα του παρνασσισμού. Εκφράζει τις διεκδικήσεις της ψυχής, του συναισθηματικού κόσμου, τα στοιχεία της ρέμβης, του ονείρου, της αοριστίας.....*οι ατέλειες και οι αδεξιότητες του ποιήματος, δεν θα έπρεπε να μας κάνουν να παραβλέψουμε την παραστατική δύναμη των στίχων και την υποβλητικότητα που παρουσιάζουν.....απ' τα νεανικά ποιήματα άλλα αποκήρυξε και άλλα απέκρυψε. Κι όμως όλόκληρος ο καβαφικός κόσμος, όλη η ιδιοτυπία της παραγωγής του Καβάφη βρίσκονται υποδηλωμένα εδώ μέσα.

*Πέρα από το περιττό ε στο κάμνουν-ε οι εταίρες, δεν βλέπω άλλη ατέλεια...το μόνο μειονέκτημα του είν' πως παρουσιάζει την ανδρική πλευρά της φαντασίωσης...έτσι για λόγους δικαιοσύνης προς αναγνώστριες, κολλάω ως παρένθεση, τον αποκηρυγμένο παρνασσίζοντα  Οράτιο εν Αθήναις (1898)


Εἰς τῆς ἑταίρας Λέας το δωμάτιον,
ὅπου κομψότης, πλοῦτος, κλίνη ἁπαλή,
νέος μ  άσμας ες τς χερας μιλε
Κοσμοσι τος δακτύλους του λίθοι πολλοί,
 ~
κ' κ σηρικο λευκο φορε μάτιον
 μ νατολικ κεντήματ’ ρυθρ.
γλσσα του εν’ ττικ κα καθαρά,
λλ’ λαφρός τις τόνος ν τ προφορ
~
τν Τίβεριν προδίδει κα τ Λάτιον.
νέος τν γάπην του μολογε,
κ’ θηναία τν κούει ν σιγ
~
τν εγλωττόν της ραστν ράτιον·
κ’ κθαμβος βλέπει νέους κόσμους το Καλο
ντς το πάθους το μεγάλου ταλο


 ....σπάνιες αντιθέσεις.....
.....άντρας λάλος με πάθος, πετράδια, λευκά μεταξωτά, κουλτουρέ προφορά...γυναίκα άλαλη.....


Όντως ο ποιητής Οράτιος σπούδασε ελληνικά στην Αθήνα γύρω στο 30 π.Χ και το σηρικό/μεταξωτό του ρούχο, εισαγωγής, made in China, από τους αρχαίους Σῆρες/Seres, ίσως απ' την κινέζικη λέξη si, μετάξι. Και το γιασεμί/ίασμος/ιάσμη απ' την Ασία· περσικό yasamen. Η Λέα, ωραίο όνομα, εμπνευσμένο ίσως απ' τις εταίρες Λαΐδα, Λέαινα ή Λεόντιον ή μήπως το εβραϊκό Leah/Λεία...

Οι τελευταίοι στίχοι θυμίζουν κάτι μεταξύ Ωραία μου Κυρία και Pretty Woman...έκθαμβος η Λέα μαθαίνει νέους κόσμους Ομορφιάς στους στίχους και το μπλα-μπλα του εραστή της...μα είναι δυνατόν;;..εταίρα μορφωμένη να θαμπώνεται από τέτοια;;...μάλλον προσποιείται από ευγένεια και υποκλίνεται στο πάθος του Λατίνου εραστή....

Εδώ στα νιάτα του ο Καβάφης περιγράφει κατ' εξαίρεση  Γυναίκες της Ηδονής και τον Ετερόφυλο Έρωτα.

Και τα δυό ποιήματα φαίνεται να περιγράφουν την Αρχαία Ελλάδα· το δεύτερο ναι, το πρώτο όχι· μιλάει για το Σπίτι της Ψυχής του Μεσαίωνα και της Βικτοριανής Ηθικής, ακόμα και τη δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα, όταν ενάρετοι έφηβοι δεν πήγαιναν σε πάρτυ για λόγους αυτοπειθαρχίας ή γονεϊκής καταστολής. Οι αρχαίοι δεν ήταν στερημένοι πουριτανοί, ώστε σε κάποιο συμπόσιο, κάποιες λιγούρες Αρετές, να 'χουν κολλήσει τα μούτρα στα παράθυρα.

Αυτό το ψυχολογικό δίλημμα Ηδονές-Αρετές αντιμετωπίζουν μέσα τους και δυο άλλοι καβαφικοί νέοι..ο Σύρος Μυρτίας (4ος μ.Χ. -1911) και ο Εβραίος Ιάνθης Αντωνίου (1ος π.Χ - 1919)...πολύ χαρακτηριστικό της καβαφικής θεματολογίας.

Και κλείνω με την ουσία του τίτλου...αυτά συνέβαιναν μέσα τους, βαθιά, στον οίκο της ψυχής...βράζουν τα πάθη...απέξω στον κόσμο φαίνονταν φρόνιμοι και πραείς, ενάρετοι μιας άλλης εποχής....
 

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Μακαρίζομέν σε Τέττιξ


Image Links (Cicada from Igumenitsa) (Thalia Prokopiou) (Elvi, Luciano - Ergotelina + Ovi, Thanos Kalamidas in a multi-lang post) (Elf drinking dew ~xx-Emmaa) (Oneiroparmenos Tzitzikas) (Little Spring Song for violin and piano-Dodo) (cicada chirping) (cigarra guitara) (Bejeweled Mottled Cicada Ring) (Cicada tatoo on the back-bathroomadventuresart) (cigarra2) (Apollo Cicada coin) (cigale chanteur) (cicada sound 90 dB) (Cicada rebirth) (Eos and Tithonus) (Aurora e Titone, by Francesco de Mura) (Cicada forest camouflage- a touch of fantasy) (Cicada green) (John Bonath - Contemplation on a Cicada ) (Cicada golden ring) (Cicadamania hand tattoo) (Apollo coins) (Πού πάνε τα τζιτζίκια το χειμώνα;) (Xmas Cicada) (Aurora - Francesco Solimena) (Eos-Tithonus Louvre - Achilles Painter)

Μακαρίζομέν σε, τέττιξ,
ὅτε δενδρέων ἐπ᾽ ἄκρων
ὀλίγην δρόσον πεπωκώς
βασιλεὺς ὅπως ἀείδεις.

σὰ γάρ ἐστι κεῖνα πάντα,
ὁπόσα βλέπεις ἐν ἀγροῖς
ὁπόσα φέρουσιν ὗλαι.
σὺ δὲ φείδεαι (ή φίλος) γεωργῶν,
ἀπὸ μηδενός τι βλάπτων·

σὺ δὲ τίμιος βροτοῖσι
θέρεος γλυκὺς προφήτης.
φιλέουσι μέν σε Μοῦσαι,
φιλέει δὲ Φοῖβος αὐτός,
λιγυρὴν δ᾽ ἔδωκεν οἴμην·
  
τὸ δὲ γῆρας οὔ σε τείρει.
σοφέ, γηγενής, φίλυμνε,
ἀπαθής, ἀναιμόσαρκε·
σχεδὸν εἶ θεοῖς ὅμοιος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τζίτζικα ευτυχισμένε 
να 'χαμε τη χάρη σου
πάνω στων δέντρων τα κλαδιά 
έχοντας πιει λίγη δροσιά
τραγουδάς σαν βασιλιάς.

Άφου όλα ειν' δικά σου, 
όσα βλέπεις στους αγρούς, 
όσα τρέφουν τα δάση.

Σ' αγαπούν οι γεωργοί, 
κανένα δε βλάπτεις
σε τιμούν οι θνητοί, 
του καλοκαιριού προφήτη.

Σ' αγαπάνε οι Μούσες, 
σ' αγαπά κι ο Απόλλων
σου δωκε φωνή καμπάνα, 
γηρατειά δε σε αγγίζουν.

Σοφέ, γεννημένε στη γη, 
τραγουδιάρη δίχως πάθη 
και αίμα στη σάρκα
είσ' ένας μικρός θεός!





Μυθολογικά

((1)) Εύνομος. Λοκρός κιθαρωδός άγνωστης εποχής. Το όνομά του έχει επιζήσει χάρη σ' ένα μύθο, σύμφωνα με τον οποίο, ενώ διαγωνιζόταν στους Δελφούς με τον Αρίστωνα, έναν κιθαρωδό από το Ρήγιο, μία από τις χορδές της κιθάρας του έσπασε και τότε ένας τζίτζικας πέταξε πάνω από το όργανό του και τραγούδησε τη νότα που έλειπε (βλ. λ. άδω). Λέγεται πως το άγαλμά του στην πόλη Επιζεφύριοι Λοκροί (αποικία των Λοκρών) στην Ιταλία τον έδειχνε με την κιθάρα του και έναν τζίτζικα να κάθεται επάνω της. (Musipedia)

(...και ο σολίστας χρειάζεται το στήριγμα, το backup του....)

((2)) Τιθωνός λεγόταν το ξακουστό παλικάρι της Τροίας που θάμπωσε και τη θεά της Αυγής, την πανέμορφη Ηώ που τον αγάπησε και, με την άδεια του Δία, τον παντρεύτηκε. Πρώτη δουλειά της θεάς ήταν να κάνει αθάνατο τον Τιθωνό. Έτσι δε θα πέθαιναν ούτε εκείνη ούτε αυτός ποτέ και θα ζούσαν αιώνια αγαπημένοι. Σιγά, σιγά, βέβαια, τα χρόνια πέρασαν. Η Ηώ, σαν θεά που ήταν, έμενε πάντα ίδια, νέα και ωραία. Για τον Τιθωνό, όμως, είχε φροντίσει μεν να τον κάνει αθάνατο αλλά δεν είχε προβλέψει να ζητήσει να μείνει νέος και αυτός. Έτσι ο Τιθωνός γερνούσε και γερνούσε κι η πεντάμορφη Ηώ θρηνούσε που δε σκέφθηκε να τον κρατήσει για πάντα νέο. Τον έτρεφε με νέκταρ και αμβροσία αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να εμποδίσει τα χνάρια του χρόνου. Ήρθε και κάποια ώρα που ο Τιθωνός γέρασε τόσο που δεν κατάφερνε να σταθεί ούτε όρθιος. Τότε αναγκάστηκε η θεά, που δεν άντεχε να τον βλέπει όπως είχε καταντήσει από τα γεράματα, να τον κλείσει σ’ ένα διαμέρισμα του παλατιού της και κλεισμένος εκεί να περνάει τις μέρες του. Ο Τιθωνός, όμως παραμιλούσε και μουρμούριζε συνέχεια∙ τ’ άκουγε η θεά και λυπόταν κατάκαρδα. Κάθε πρωί που έβγαινε για να δώσει την καινούργια μέρα στους ανθρώπους, να φιλήσει τα δέντρα, να ξυπνήσει τα πουλιά, όλα κλαίγανε για το κακό που τη βρήκε. Κι αυτά τα δάκρυά τους γίνονταν δροσιά και κυλούσαν πάνω στα φύλλα. Κάποτε ο Δίας λυπήθηκε αυτό το καημένο το ζευγάρι που κατέληξε να είναι τόσο δυστυχισμένο. Αποφάσισε, λοιπόν, να δώσει τέλος στο μαρτύριο του Τιθωνού και τον μεταμόρφωσε σε τζίτζικα. Από τότε και κάθε καλοκαίρι, ακούγεται μονότονη η φωνή, του όπως ακούγονταν τα μουρμουρίσματά του όταν ήταν κλεισμένος στο παλάτι. Όλα τα δέντρα κι οι θάμνοι τον φιλοξενούν με στοργή και του προσφέρουν για τροφή τους δροσερούς τους χυμούς. (Πηγή Tettixblog) see also wiki Tithonus, Τιθωνός, Ηώς και μια ζωγραφιά από τον Περαστικό....

(....καλύτερα να 'σαι ζώο ή θνητός παρά δίχως νιάτα αθάνατος....)

((3)) (Σωκράτης)...τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μου φαίνονται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύν κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νου μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτε δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εχτίμηση. 


(Φαίδρος). Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω. 

(Σωκράτης) Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχη ακούσει αυτά τα πράγματα. Να, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί απ' αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιουν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε από τότε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες, δηλαδή να μην έχη αφ' ότου γεννηθή καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώη και να πίνη, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάη ως που θα πεθάνη, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνη είδηση ποιος από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιαν απ' αυτές τιμάει. Και να, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοι την ετίμησαν, κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια· όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μια. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία, που έρχεται έπειτα απ' αυτήν, αγγέλλουν εκείνους που περνούνε τη ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη. Αυτές δα είναι που πιο πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφώτερη φωνή. Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι. (Phaedrus dialogue - Μετάφραση - Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος)

Μόνο ο ευφάνταστος Πλάτωνας θα μπορούσε να σκεφτεί την προτροπή να κόψουμε τη σιέστα, το γλυκό μεσημβρινό ύπνο για θα μας περγελούν τα άοκνα, αείφωνα τζιτζίκια!!...δεν ήρθαν όμως στο λόγο απρόσκλητα...ο Φαίδρος είναι ο μόνος Σωκρατικός διάλογος που εκτυλίσσεται έξω από τα τείχη των Αθηνών, στην εξοχή, στον Ιλισό τον ποταμό, κοντά στη σημερινή Αγία Φωτεινή. Παρ' όλες τις φυσικές εικόνες του έργου, η αστυφιλία του είρωνος Σωκράτη φαίνεται και στην αρχή της συζήτησης όταν λέει πως η εξοχή και τα δέντρα δεν πρόκειται να μου μάθουν τίποτα παρά μόνο της πόλης οι άνθρωποι....ίσως μιλώντας μας θαυμάσουν τα τζιτζίκια και μας δώσουν τα δώρα τους τα θεϊκά.....ίσως των Μουσών οι προφήτες, οι τραγουδιστές πάνω απ' τα κεφάλια μας έχουν εμπνεύσει το χάρισμα....γιατί εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω καμία τέχνη ρητορική....να πεθάνεις πάντως απ' το πολύ τραγούδι πρώτη φορά το άκουσα...αλλά τουλάχιστον υπάρχει των αρχαίων ημών η μετενσάρκωση...κι ας είναι προς ζώο απ' άνθρωπο....ζωντανός να 'σαι και ας είσ' και τζίτζικας...αρκεί να βρεις το δέντρο σου, όπως λέει εδώ...ζωγραφίζαν τη μούσα Ευτέρπη με δέντρο στα πόδια της για να βρει να κάτσει ο τζίτζικας.


((4)) Αίσωπος: από τους μύθους του Αισώπου ο μοναδικός υποτιμητικός για το φίλο μας είναι ο γνωστός μυρμηγκολάτρης, με την ατάκα: αν το καλοκαίρι τραγούδαγες, τώρα το χειμώνα χόρευε...όλες οι άλλες ιστορίες είναι θετικές ή ουδέτερες.....η παμφάγος αλεπού τον επαινούσε για την φωνή...πώς ένα τόσο μικρό ζώο βγάζει τόσο δυνατούς ήχους..κατέβα να σε γνωρίσω...γελάστηκες της λέει, φυλάγομαι από σας απ' όταν είδα τζιτζικόφτερα σε αλεπουδίσια περιττώματα.....γαιδούρι ρώτησε τί πίνεις και όμορφα τραγουδάς;; δροσιά του απαντά και πίνοντας δροσιά το ζώον πέθανε απ' την πείνα....άνθρωπος σκοτώνοντας ακρίδες έπιασε και ένα τζίκα και ο λυράρης είπε του " μην κριματιστείς άδικα, εγώ τα δέντρα, τα στάχυα δεν βλάπτω, μόνο για τους οδοιπόρους τραγουδώ...και ο γεωργός τη ζωή του χάρισε....ιξευτής (ξόβεργας) άκουσε τη φωνή και νόμισε πως θα πιάσει μεγάλο πουλί...όταν όμως το είδε από κοντά κατάλαβε πως γελάστηκε...

((5))Σύμφωνα όμως με νεοελληνικές παραδόσεις, ο τζίτζικας αδιαφόρησε να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα του και εκείνη τον καταράστηκε ”όλο το καλοκαίρι να τραγουδά και το χειμώνα να ψοφά από την πείνα” ή ” να φωνάζει να φωνάζει και να σκα”! (πηγή tadeefi)


...ο Τέττιξ πτερωτόν έντομον εστί διατρίβον επί δένδρων κατα την καυστικωτάτην ώραν του έτους, μόνον δ' ο άρρην εκπέμπει οξύ τερέτισμα πλήττων την κατωτέραν μεμβράνην του πτερυγίου επί του θώρακος...γιαυτό και ο ποιητής Ξέναρχος από τη Ρόδο λέγει...τζίτζικες ευτυχισμένοι που 'χουν γυναίκες σιωπηλές.....όμως στα Λατινικά (cicada) Ιταλικά (cicala) Ισπανικά (cigarra) Γαλλικά (cigale) και Γερμανικά (Zikade)...εκεί λεν, η τζιτζικίνα...ίσως δεν έχουν σε μεγάλη υπόληψη τους των αρρένων γλυκούς καθ΄ ημάς τεττιγισμούς....για τον Βιργίλιο είναι γκρινιάρηδες querulae cicadae....έτσι σταθερή πηγή εντόμου θαυμασμού έμειναν οι αρχαίοι μας, σε σημείο να απορούν μελετητές μήπως οι οι έλληνες τότε τζίτζικες ηχούσαν διαφορετικά...ή μήπως οι πρόγονοι είχαν περίεργα γούστα μουσικά...όπως οι προ Σόλωνος τεττιγοφόροι Αθηναίοι...εφόρουν χρυσούς τζίτζικες στα μαλλιά για να δηλώσουν πως, σε αντίθεση με άλλους, ήσαν αυτόχθονες, γεννημένοι στην Αττική γη...γιαυτό και στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, ο Άδικος Λόγος απαντά στον Δίκαιο : αρχαία...και τεττίγων ανάμεστα!!...και μεταφράζει ο Σουρής "Καιρούς μυρίζεις παλαιούς ωσάν αρχαίος βλαξ, Κηκείδην, Διϊπόλια, και Βουφονίων κνίσσαν, που τα τζιτζίκια στολισμοί των Αθηναίων ήσαν".....Ναι αλλά τα τζιτζίκια γεννήσαν Μαραθωνομάχους, ανταπαντά...νομίζοντας πως είν' αυτόχθονες αρνήθηκαν τους Πέρσες..αλλιώς θα λέγαμε τον τζίκα..zanjereh...

Το τζιτζικάκι λεγόταν τεττίγιον, τεττιγόνιον, καλαμίς στην Κερύνεια, ο μεγάλος, αχέτας/ ηχέτης/ ηχηρός, βάβακος στην Ηλεία, λιγάνταρ στη Σπάρτη (ίσως απ' το λιγυρός), ζειγάρη στη Σίδη της Παμφυλίας (αυτό μοιάζει με το περσικό zanjereh και το ισπανικό cigarra), κερκώπη η μακρύουρος και κάποιος ποιητής τον είπε ηρινολόγο (εαρινολόγος) που λέγει την Άνοιξη, του θέρους ο προφήτης. Τεττίγια λέγονταν και κάποια τζιτζικόσχημα νόμισματα. Σε αντίθεση με εμάς οι πρόγονοι έτρωγαν τα τζιτζίκια, αφού τα τάιζαν με πράσο σε κλουβιά, λέει ο Θεόκριτος....ο Αριστοτέλης  τα προτιμούσε κατά το στάδιο της νύμφης...υπήρχε όμως και είδος αστακού, ο θαλάσσιος τζίτζικας, ενάλιος τέττιξ για όσους δεν προτιμούσαν τον επι γης...

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το επίθετο που συχνά συνοδεύει τον τέττιγα, λιγύς, λιγυρός, λιγυπτέρυγος και δεν πέρασε στα νέα ελληνικά αφού έπιασαν την ακουστική θέση τα λυγερός, λυγίζω εκ της λυγαριάς (αρχ. λύγος) και τα (ο)λίγα. (Λέγαν και οι αρχαίοι λίγα>λιγέως κατα το τάχα>ταχέως). Απευθείας μετάφραση πάντως δεν υπάρχει για το (εύηχος, ευκρινής + διαπεραστικός, συριστικός· ήχος)....ο λιγύς, η λίγεια κατά θήλεια και ημίσεια και ουχί δριμεία, βαρεία. Λίγεια λέγαν μια Σειρήνα, όνομα ταιριαστό, μιας και το τραγούδι ήταν το όπλο τους. Λίγεια βάφτισε και ο Edgar Allan Poe μιας γυναικός ιστορία. Λίγειες ονομάζει και ο Σωκράτης στο Φαίδρο τις Μούσες ...μήπως έχετε σχέση με τους Λίγυες, λαό στη βορειοδυτική Ιταλία;;..γιαυτό και σωστά μεταφράζεται εδώ το λογοπαίγνιο Come, o ye Muses, melodious, as ye are called, whether you have received this name from the character of your strains, or because the Melians are a musical race.

Το αισθητικότερο κομπλιμέντο για την φωνή του τζίτζικα το 'χει ο Όμηρος Ιλιάδα Γ 152 λειριόεσσαν φωνήν , lily-like, κρινώδη, δροσερή για Τρώες γέρους ρήτορες, λάλους, φλύαρους, τέττιγες λαλαγεῦντες. Και ο Συνέσιος Κυρήνης προτρέπει κλύε καὶ τέττιγος ᾠδάν, δρόσον ὀρθρίαν πιόντος άκου του τζίτζικα φωνή που ήπιε δροσούλα πρωινή...αυτή η παρατήρηση με τη δροσιά το πρωί πρέπει να γέννησε την ιστορία με την Αυγούλα, την Ηώ.

Για το τί σημαίνει τζίτζικας στην ελληνική αργκό, δες slang.gr


Εντομολογικά 



Συμβολισμός

Συνοπτικά συμβολίζει πολλά και διάφορα· την αθανασία, τα γηρατειά, τον τραγουδιστή, ρήτορα, ποιητή, τεμπέλη, ατομιστή, τον αυτοχθονιστή, τον αναρχικό, φιλελεύθερο (δες το αναρχοφιλελεύθερο Τζίτζικα Εγκώμιο του Τάκη Αλεβάντη στο Νίκο Δήμου) σε αντίθεση με το εργατικό, σοσιαλιστικό, κοινωνικό μυρμήγκι. Βέβαια, το πιό ρεαλιστικό είναι να πεις τζιτζίκια τους ισοκράτες, που κάνουν ισοκράτημα, basso ostinato αλλά πιό καλά ταιριάζουν τα βαθύφωνα βατράχια....οι τζίτζικες, αν και αρσενικοί, αρέσκονται σε γυναικείες συχνότητες :-)


αλλά πριν από Σε για τον τζίτζικα είχε γραφτεί...
σε καλό να μας βγεί η εντομολατρία
Βοήθειά μας και Χρόνια Πολλά Αείλαλα! :-)
 Υ.Γ.
τέττιγα πτερού συνείληφα;;
δροσούλα δεν ήπια,
γλυστρίδα δεν έφαγα
κατάπια τζίτζικα
και ζει;;


Ζει και ζει και ζει
ο αρχαίος ημών Τέττιξ ζει
αθέλητα μέσα μας κρυμένος
τραγουδά στο σιωπηλό του ταίρι
πάμφωτος σαν καλοκαίρι